- φλανύσσει
- φλανύσσωpres ind mp 2nd sgφλανύσσωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλανύσσω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλανύσσει φλυαρεῖ, ληρεῖ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τον τ. φλήναφος*] … Dictionary of Greek